Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bailliage < bailli

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.jaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bailliage bailliages

bailliage (fr) αρσενικό

→ δείτε τη λέξη bailli

Συγγενικά επεξεργασία