ancêtre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ancêtre < ancestre < λατινική antecessor
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ancêtre | ancêtres |
ancêtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ancêtre | ancêtres |
ancêtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό