ancêtres
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ancêtres, πληθυντικός αριθμός του ancêtre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ancêtres (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οι πρόγονοι, αυτοί που έζησαν τους προηγούμενους αιώνες
- (στη Γαλλία) nos ancêtres les Gaulois - οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες