alterné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alterné | alternés |
θηλυκό | alternée | alternées |
Επίθετο επεξεργασία
alterné (fr)
- ο εναλλασσόμενος
- (για κυκλοφορία) ο εκ περιτροπής
- (για ομοιοκαταληξία) πλεκτός
Μετοχή επεξεργασία
alterné (fr)
- → δείτε τη λέξη alterner
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη alterner