ομοιοκαταληξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοιοκαταληξία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὁμοιοκαταληξία (όρος γραμματικής: με όμοιες καταλήξεις) < ελληνιστική κοινή ὁμοιοκατάληκτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ομοιο- +καταλήγω/κατάληξη, καταληξ- + -ία [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.mi.o.ka.ta.liˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ο‐κα‐τα‐λη‐ξί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοιοκαταληξία θηλυκό
- η επανάληψη των ίδιων καταλήξεων σε στίχους ενός ποιήματος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ομοιοκαταληξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας