accort
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accort | accorts |
θηλυκό | accorte | accortes |
Επίθετο επεξεργασία
accort (fr)
- (παρωχημένο) επιτήδειος
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) ελκυστικός και δυναμικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accort | accorts |
θηλυκό | accorte | accortes |
accort (fr)