Δείτε: ούλος, οὗλος, οὕλος, οὗλλος, ούλλος, οὖλος, οὖλον, -ουλός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ουλός η -ουλή το -ουλό
      γενική του -ουλού της -ουλής του -ουλού
    αιτιατική τον -ουλό τη(ν) -ουλή το -ουλό
     κλητική -ουλέ -ουλή -ουλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ουλοί οι -ουλές τα -ουλά
      γενική των -ουλών των -ουλών των -ουλών
    αιτιατική τους -ουλούς τις -ουλές τα -ουλά
     κλητική -ουλοί -ουλές -ουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ουλός < -ούλ(α) (υποκοριστικό θηλυκό επίθημα) + -ός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ου‐λός

  Επίθημα επεξεργασία

-ουλός, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • -ουλος (άτονο στη σύνθεση)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ουλός < -ούλ(α) (υποκοριστικό θηλυκό επίθημα) + -ός

  Επίθημα επεξεργασία

-ουλός

Συγγενικά επεξεργασία