-ουλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ουλός | η | -ουλή | το | -ουλό |
γενική | του | -ουλού | της | -ουλής | του | -ουλού |
αιτιατική | τον | -ουλό | τη(ν) | -ουλή | το | -ουλό |
κλητική | -ουλέ | -ουλή | -ουλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ουλοί | οι | -ουλές | τα | -ουλά |
γενική | των | -ουλών | των | -ουλών | των | -ουλών |
αιτιατική | τους | -ουλούς | τις | -ουλές | τα | -ουλά |
κλητική | -ουλοί | -ουλές | -ουλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ουλός < -ούλ(α) (υποκοριστικό θηλυκό επίθημα) + -ός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /uˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ου‐λός
Επίθημα επεξεργασία
-ουλός, -η, -ο
- (υποκοριστικό) επίθημα με υποκοριστική σημασία για το σχηματισμό επιθέτων από επίθετα που δηλώνουν ότι κάποιος μοιάζει με άλλον, έχει μερικά από τα χαρακτηριστικά του ή έχει σε μικρότερη ένταση τα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης λέξης
Άλλες μορφές επεξεργασία
- -ουλος (άτονο στη σύνθεση)
Συγγενικά επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουλός στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουλος στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -ουλός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- -ουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθημα επεξεργασία
-ουλός
- (υποκοριστικό) επίθημα με υποκοριστική σημασία για το σχηματισμό επιθέτων από επίθετα ή από ουσιαστικά, όπως -ουλός