Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ὠμόφρων οἱ/αἱ ὠμόφρωνες
      γενική τοῦ/τῆς ὠμόφρωνος τῶν ὠμοφρώνων
      δοτική τῷ/τῇ ὠμόφρων τοῖς/ταῖς ὠμόφρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμόφρων τοὺς/τὰς ὠμόφρωνᾰς
     κλητική ! ὠμόφρων ὠμόφρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμόφρωνε
γεν-δοτ τοῖν  ὠμοφρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠμόφρων < (ὠμός) ὠμό- + -φρων (φρήν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠμόφρων αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)

  1. το σκληρό ζώο, π.χ. για τον λύκο
  2. ο σκληρός, ανάλγητος άνθρωπος
  3. χωρίς ψυχή, χωρίς αισθήματα
    ὠμόφρων σίδηρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία