Δείτε επίσης: οκνός, ὀκνός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄκνος οἱ ὄκνοι
      γενική τοῦ ὄκνου τῶν ὄκνων
      δοτική τῷ ὄκν τοῖς ὄκνοις
    αιτιατική τὸν ὄκνον τοὺς ὄκνους
     κλητική ! ὄκνε ὄκνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄκνω
γεν-δοτ τοῖν  ὄκνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄκνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄκνος, -ου αρσενικό

  1. αμφισβήτηση
  2. απραξία
  3. δισταγμός

Παράγωγα επεξεργασία

παράγωγα & σύνθετα με ὀκν-

  Πηγές επεξεργασία