δισταγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δισταγμός < (ελληνιστική κοινή) < διστάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισταγμός αρσενικό
- η αμφιβολία, η αμφιταλάντευση για τη λήψη απόφασης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισταγμός