Δείτε επίσης: οξυδερκής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀξυδερκής τὸ ὀξυδερκές
      γενική τοῦ/τῆς ὀξυδερκοῦς τοῦ ὀξυδερκοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὀξυδερκεῖ τῷ ὀξυδερκεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀξυδερκ τὸ ὀξυδερκές
     κλητική ! ὀξυδερκές ὀξυδερκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀξυδερκεῖς τὰ ὀξυδερκ
      γενική τῶν ὀξυδερκῶν τῶν ὀξυδερκῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀξυδερκέσ(ν) τοῖς ὀξυδερκέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀξυδερκεῖς τὰ ὀξυδερκ
     κλητική ! ὀξυδερκεῖς ὀξυδερκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀξυδερκεῖ τὼ ὀξυδερκεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ὀξυδερκοῖν τοῖν ὀξυδερκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀξυδερκής < ὀξυ- + -δερκής (< ὀξύς + δέρκομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

ὀξυδερκής, -ής, -ές, συγκριτικός:ὀξυδερκέστερος, υπερθετικός: ὀξυδερκέστατος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία