Δείτε επίσης: ομβροδέκτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀμβροδέκτης οἱ ὀμβροδέκται
      γενική τοῦ ὀμβροδέκτου τῶν ὀμβροδεκτῶν
      δοτική τῷ ὀμβροδέκτ τοῖς ὀμβροδέκταις
    αιτιατική τὸν ὀμβροδέκτην τοὺς ὀμβροδέκτᾱς
     κλητική ! ὀμβροδέκτ ὀμβροδέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀμβροδέκτ
γεν-δοτ τοῖν  ὀμβροδέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀμβροδέκτης < αρχαία ελληνική ὄμβρ(ος) + -ο- + δέκτης (< δέχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀμβροδέκτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὄμβρος, δέκτης και δέχομαι

  Πηγές επεξεργασία