Δείτε επίσης: δεκτής, δεκτῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δέκτης οι δέκτες
      γενική του δέκτη των δεκτών
    αιτιατική τον δέκτη τους δέκτες
     κλητική δέκτη δέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ραδιοφωνικός δέκτης.
 
Τηλεοπτικός δέκτης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέκτης < {λδδ|grc|el|δέκτης}} (αυτός που δέχεται - ζητιάνος) < δέχομαι
ως τεχνικός όρος < απόδοση ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική récepteur ή την αγγλική receiver [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐κτης
τονικό παρώνυμο: δεκτής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέκτης αρσενικό

  1. αυτός που δέχεται, λαμβάνει κάτι (θηλυκό δέκτρια)
    1. (γλωσσολογία) που προσλαμβάνει και κατανοεί ένα γλωσσικό ή άλλου είδους μήνυμα
      Στην καθημερινή επικοινωνία ο ομιλητής εναλλάσσεται συνεχώς στους ρόλους του πομπού και του δέκτη.
    2. → δείτε και τις λέξεις δέκτρια και αποδέκτρια γλώσσα
    3. (ιατρική) αυτός που δέχεται όργανο για μεταμόσχευση
    4. (ανατομία) υποδοχέας στο νευρικό σύστημα
  2. (τεχνολογία)
    1. συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση
      ένα καινούριο πρόγραμμα στους δέκτες σας
    2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, δεδομένα, κλπ.
      συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Rx[3]
       συνώνυμα: (για πληροφορία, δεδομένα) αποδέκτης, παραλήπτης
       αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) πομπός, (πληροφορική) πηγή

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δέχομαι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. δέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέκτης οἱ δέκται
      γενική τοῦ δέκτου τῶν δεκτῶν
      δοτική τῷ δέκτ τοῖς δέκταις
    αιτιατική τὸν δέκτην τοὺς δέκτᾱς
     κλητική ! δέκτ δέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέκτ
γεν-δοτ τοῖν  δέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέκτης < δέχομαι, δεκ-ομαι, δεκ- + -της [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέκτης αρσενικό

  1. αυτός που δέχεται, δέκτης, παραλήπτης
  2. ζητιάνος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία