Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡμίκλιντος τὸ ἡμίκλιντον
      γενική τοῦ/τῆς ἡμικλίντου τοῦ ἡμικλίντου
      δοτική τῷ/τῇ ἡμικλίντ τῷ ἡμικλίντ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡμίκλιντον τὸ ἡμίκλιντον
     κλητική ! ἡμίκλιντε ἡμίκλιντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡμίκλιντοι τὰ ἡμίκλιντα
      γενική τῶν ἡμικλίντων τῶν ἡμικλίντων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡμικλίντοις τοῖς ἡμικλίντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡμικλίντους τὰ ἡμίκλιντα
     κλητική ! ἡμίκλιντοι ἡμίκλιντα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡμίκλιντος < ἡμι- + κλίνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ἡμίκλιντος, -ος, -ον