Δείτε επίσης: ἐφιάλτης, εφιάλτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐφιάλτης οἱ Ἐφιάλται
      γενική τοῦ Ἐφιάλτου τῶν Ἐφιαλτῶν
      δοτική τῷ Ἐφιάλτ τοῖς Ἐφιάλταις
    αιτιατική τὸν Ἐφιάλτην τοὺς Ἐφιάλτᾱς
     κλητική ! Ἐφιάλτ Ἐφιάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐφιάλτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἐφιάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού Ἐφιάλται.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἐφιάλτης < ἐφιάλτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἐφιάλτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία