Δείτε επίσης: Ἐφιάλτης, εφιάλτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφιάλτης οἱ ἐφιάλται
      γενική τοῦ ἐφιάλτου τῶν ἐφιαλτῶν
      δοτική τῷ ἐφιάλτ τοῖς ἐφιάλταις
    αιτιατική τὸν ἐφιάλτην τοὺς ἐφιάλτᾱς
     κλητική ! ἐφιάλτ ἐφιάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφιάλτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐφιάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού Ἐφιάλται.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐφιάλτης < λείπει η ετυμολογία Πιθανώς < αιολικός τύποςἐπιάλτης < ἐπί + ἅλλομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐφιάλτης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) που πηδά πάνω σε κάποιον
  2. που πνίγει
  3. στομαχική πάθηση
  4. βραχνάς
  5. εφιάλτης

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία