ἔλαφος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔλαφος | οἱ/αἱ | ἔλαφοι |
γενική | τοῦ/τῆς | ἐλάφου | τῶν | ἐλάφων |
δοτική | τῷ/τῇ | ἐλάφῳ | τοῖς/ταῖς | ἐλάφοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔλαφον | τοὺς/τὰς | ἐλάφους |
κλητική ὦ! | ἔλαφε | ἔλαφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλάφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλάφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔλαφος ήδη ομηρικό < πρωτοελληνική *éləpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éln̥bʰos < *h₁el- (ελάφι) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔλαφος αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ελάφι
- (συνεκδοχικά) δειλός
- ελαφίσιος
- (ελληνιστική σημασία , γαστρονομία) είδος γλυκού ή πίτας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ελάφι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ἔλαφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔλαφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.