έλαφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλαφος | οι | έλαφοι |
γενική | της | ελάφου | των | ελάφων |
αιτιατική | την | έλαφο | τις | ελάφους |
κλητική | έλαφε | έλαφοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έλαφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλαφος αρσενικό ή θηλυκό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.la.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λα‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
έλαφος θηλυκό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) ελάφι
- ↪ αρσενική έλαφος, θηλυκή έλαφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
έλαφος
|
Πηγές επεξεργασία
- έλαφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας