Δείτε επίσης: ἐλλέβορος, ελλέβορος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑλλέβορος οἱ ἑλλέβοροι
      γενική τοῦ ἑλλεβόρου τῶν ἑλλεβόρων
      δοτική τῷ ἑλλεβόρ τοῖς ἑλλεβόροις
    αιτιατική τὸν ἑλλέβορον τοὺς ἑλλεβόρους
     κλητική ! ἑλλέβορε ἑλλέβοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλλεβόρω
γεν-δοτ τοῖν  ἑλλεβόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑλλέβορος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑλλέβορος αρσενικό

  1. (φυτό) ελλέβορος
  2. (φυτό) Σησαμοειδές το μέγα
  3. (κόσμημα) σκουλαρίκι
     συνώνυμα: ἐλλόβιον

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία