Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουλαρίκι τα σκουλαρίκια
      γενική του σκουλαρικιού των σκουλαρικιών
    αιτιατική το σκουλαρίκι τα σκουλαρίκια
     κλητική σκουλαρίκι σκουλαρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουλαρίκι < μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον < χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν scholarii < αρχαία ελληνική σχολή η πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου). Σχολαρικόν > σχολαρίκιον> σκολαρίκι > σκουλαρίκι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sku.laˈɾi.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
σκουλαρίκι

σκουλαρίκι ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τα λόγια μου να τα κάνεις σκουλαρίκια (:για να τα ακούς συνέχεια να κουδουνίζουν στα αυτιά σου ή ίσως από τη βυζαντινή έννοια, δηλαδή να τα μάθεις καλά)

  Μεταφράσεις επεξεργασία