Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμύνανδρος οἱ Ἀμύνανδροι
      γενική τοῦ Ἀμυνάνδρου τῶν Ἀμυνάνδρων
      δοτική τῷ Ἀμυνάνδρ τοῖς Ἀμυνάνδροις
    αιτιατική τὸν Ἀμύνανδρον τοὺς Ἀμυνάνδρους
     κλητική ! Ἀμύνανδρε Ἀμύνανδροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμυνάνδρω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμυνάνδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμύνανδρος < ἀμύν(ω) + -ανδρος (< ἀνήρ)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμύνανδρος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία