Δείτε επίσης: ἁνήρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀνηρ- ἀνερ- ἀνδρ- με ᾰ ή σε μετρική ανάγκη: ᾱ
ονομαστική ἀνήρ οἱ ἄνδρες
      γενική τοῦ ἀνδρός τῶν ἀνδρῶν
      δοτική τῷ ἀνδρῐ́ τοῖς ἀνδρᾰ́σῐ(ν)
αιολικός:ἄνδρεσι
επικός: ἄνδρεσσῐ
    αιτιατική τὸν ἄνδρ τοὺς ἀνδρᾰς
     κλητική ! ἄνερ ἀνδρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄνδρε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνδροῖν
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'ἀνήρ' όπως «ἀνήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνήρ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂nḗr Συγγενής η σανσκριτική नर (nára)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνήρ αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

ονόματα όπως

  Πηγές επεξεργασία