Δείτε επίσης: άφρων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀ˘φρον-
ονομαστική / ἄφρων τὸ ἄφρον
      γενική τοῦ/τῆς ἄφρονος τοῦ ἄφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ἄφρον τῷ ἄφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφρον τὸ ἄφρον
     κλητική ! ἄφρον ἄφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφρονες τὰ ἄφρον
      γενική τῶν ἀφρόνων τῶν ἀφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἄφροσῐ(ν) τοῖς ἄφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἄφρονᾰς τὰ ἄφρον
     κλητική ! ἄφρονες ἄφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἄφρονε τὼ ἄφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀφρόνοιν τοῖν ἀφρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄφρων < ἀ στερητικό + -φρων (φρήν)

  Επίθετο επεξεργασία

ἄφρων, -ων, -ον, συγκριτικός: ἀφρονέστερος, υπερθετικός:  ἀφρονέστατος

  1. άφρονας, ξέφρενος, άμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ανόητος
  2. που ενεργεί σαν να μην έχει υγιείς τις φρένες
  3. → δείτε και το ουδέτερο ἄφρον (το κώνειο)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία