ἄφρων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἀ˘φρον- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄφρων | τὸ | ἄφρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἄφρονος | τοῦ | ἄφρονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἄφρονῐ | τῷ | ἄφρονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄφρονᾰ | τὸ | ἄφρον | ||
κλητική ὦ! | ἄφρον | ἄφρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄφρονες | τὰ | ἄφρονᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀφρόνων | τῶν | ἀφρόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἄφροσῐ(ν) | τοῖς | ἄφροσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἄφρονᾰς | τὰ | ἄφρονᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄφρονες | ἄφρονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄφρονε | τὼ | ἄφρονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφρόνοιν | τοῖν | ἀφρόνοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄφρων, -ων, -ον, συγκριτικός : ἀφρονέστερος, υπερθετικός : ἀφρονέστατος
- άφρονας, ξέφρενος, άμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ανόητος
- που ενεργεί σαν να μην έχει υγιείς τις φρένες
- → δείτε και το ουδέτερο ἄφρον (το κώνειο)
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀφρόνως (επίρρημα, συγκριτικός ἀφρονεστέρως)
- ἀφρονέω
- ἀφραίνω
- ἀφροσύνη
Πηγές επεξεργασία
- ἄφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.