Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἄθριξ οἱ/αἱ ἄτριχες
      γενική τοῦ/τῆς ἄτριχος τῶν ἀτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ἄτριχ τοῖς/ταῖς ἄτριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄτριχ τοὺς/τὰς ἄτριχᾰς
     κλητική ! ἄθριξ ἄτριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄτριχε
γεν-δοτ τοῖν  ἀτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄθριξ < (ελληνιστική κοινή) ἄ- + -θριξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄθριξ αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία