Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρίχα οι τρίχες
      γενική της τρίχας των τριχών
    αιτιατική την τρίχα τις τρίχες
     κλητική τρίχα τρίχες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾi.xa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρί‐χα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Τρίχα από ινδικό χοιριδιο

τρίχα θηλυκό

  1. νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
    κερατόνημα, κερατονήμα, νήμα κερατίνης

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

τρίχα

  1. σε τρία τμήματα
  2. με τρεις τρόπους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τρίχα