Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχες < πληθυντικός αριθμός του τρίχα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίχες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. μπούρδες, ανοησίες, βλακείες
    πάλι άρχισε τις τρίχες αυτός;

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τρίχες