ἀφετηρία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀφετηρίᾱ | αἱ | ἀφετηρίαι | ||||
γενική | τῆς | ἀφετηρίᾱς | τῶν | ἀφετηριῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀφετηρίᾳ | ταῖς | ἀφετηρίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀφετηρίᾱν | τὰς | ἀφετηρίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀφετηρίᾱ | ἀφετηρίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφετηρίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφετηρίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ἀφετηρία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἀφετήριος - εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό γραμμή (απ' όπου ξεκινούν οι δρομείς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀφετηρία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (αθλητισμός) η αφετηρία για αγώνα δρόμου
Συνώνυμα επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ἀφετηρία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ἀφετηρία
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἀφετήριος