Δείτε επίσης: Βάλβης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαλβίς αἱ βαλβῖδες
      γενική τῆς βαλβῖδος τῶν βαλβίδων
      δοτική τῇ βαλβῖδ ταῖς βαλβῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βαλβῖδ τὰς βαλβῖδᾰς
     κλητική ! βαλβίς* βαλβῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαλβῖδε
γεν-δοτ τοῖν  βαλβίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλβίς < άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλβίς, -ῖδος θηλυκό

  1. (αθλητισμός) το σκοινί μπροστά από τους δρομείς σε αγώνα δρόμου
     συνώνυμα: ἀφετηρία (γραμμή), ὕσπληγξ, ἄφεσις
    → δείτε και τη σύγχρονη βαλβίδα στα αγωνίσματα ρίψεων
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία