ἀσώδης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀσώδης | τὸ | ἀσῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀσώδους | τοῦ | ἀσώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀσώδει | τῷ | ἀσώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀσώδη | τὸ | ἀσῶδες | ||
κλητική ὦ! | ἀσῶδες | ἀσῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀσώδεις | τὰ | ἀσώδη | ||
γενική | τῶν | ἀσώδων | τῶν | ἀσώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀσώδεσῐ(ν) | τοῖς | ἀσώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀσώδεις | τὰ | ἀσώδη | ||
κλητική ὦ! | ἀσώδεις | ἀσώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσώδει | τὼ | ἀσώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσώδοιν | τοῖν | ἀσώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀσώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἀσώδης, -ης, -ες
- (ιατρική) αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, Epidemiarum, 3.17.10 @scaife.perseus
- Ἐν Ἀβδήροισι Νικόδημον ἐξ ἀφροδισίων καὶ ποτῶν πῦρ ἔλαβεν Ἀρχόμενος δὲ ἦν ἀσώδης, καὶ καρδιαλγικός· διψώδης· γλῶσσα ἐπεκαύθη· οὖρα λεπτὰ, μέλανα.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, Epidemiarum, 3.17.10 @scaife.perseus
- (ιατρική) ασθένεια που συνοδεύεται από ναυτία
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
- ὁκόσοισι δὲ πυρετοὶ ἀσώδεές εἰσι, καὶ ὑποχόνδρια ξυντείνουσι, καὶ κεκλιμένοι οὐκ ἀνέχονται ἐν τῷ αὐτέῳ, καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται πάντα,
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 4.40, p.814 @scaife.perseus
- Ἀσώδεις ὀνομάζει πυρετοὺς, ἐν οἷς οἱ κάμνοντες ἀσῶνται καὶ ἀηδῶς ἔχουσι·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
- αυτός που έχει φάει υπερβολικό φαγητό
Παράγωγα επεξεργασία
- ιωνικός τύπος : ἀσωδέως (επίρρημα)
- ἀσωδῶς (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀσώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἀσώδης, -ης, -ες, συγκριτικός : ἀσωδέστερος
- λασπωμένος, γλιστερός, λασπώδης, βαλτώδης
- αμμώδης
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 31 (31-32)
- πρὶν πόδα χέρσῳ τῇδ᾽ ἐν ἀσώδει | θεῖναι,
- πρι βάλουνε | πόδι εδώ στ᾽ αμμουδένιο ακρογιάλι,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πρὶν πόδα χέρσῳ τῇδ᾽ ἐν ἀσώδει | θεῖναι,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 31 (31-32)
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀσώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.