ἀρουραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀρουραῖος < ἄρουρ(α) + < → και δείτε τη λέξη ἀρόω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
ἀρουραῖος, -α, -ον
- αγροτικός, χωριάτικος
- ἀρουραῖος μῦς: αρουραίος, ποντικός που είναι αγροτικός (αρουραίος)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἄρουρα
Πηγές επεξεργασία
- ἀρουραῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρουραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.