Δείτε επίσης: αρκτοτρόφος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρκτοτρόφος < ελληνιστική κοινή ἀρκτοτρόφος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀρκτοτρόφος, -ος, -ον

  • (επάγγελμα) που εκτρέφει αρκούδες
    ※  6ος αιώνας κε Procopius, Προκόπιος Καισαρεύς, Henry Bronson Dewing, 1882- translator Cambridge : Harvard Univ. Press, 1914 [1])
    Ἀκάκιος ἦν τις ἐν Βυζαντίῳ θηριοκόμος τῶν ἐν κυνηγεσίῳ θηρίων μοίρας πρασίνων, ὅνπερ ἀρκτοτρόφον καλοῦσιν. οὗτος ὃ ἀνὴρ Ἀναστασίου τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν ἔχοντος ἔτελεύτησε νόσω παίδων οἱ ἀπολελειμμένων τριῶν θήλεος γένους, Κομιτοῦς τε καὶ Θεοδώρας καὶ Ἀναστασίας

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀρκτοτρόφος τὸ ἀρκτοτρόφον
      γενική τοῦ/τῆς ἀρκτοτρόφου τοῦ ἀρκτοτρόφου
      δοτική τῷ/τῇ ἀρκτοτρόφ τῷ ἀρκτοτρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀρκτοτρόφον τὸ ἀρκτοτρόφον
     κλητική ! ἀρκτοτρόφε ἀρκτοτρόφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀρκτοτρόφοι τὰ ἀρκτοτρόφ
      γενική τῶν ἀρκτοτρόφων τῶν ἀρκτοτρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀρκτοτρόφοις τοῖς ἀρκτοτρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀρκτοτρόφους τὰ ἀρκτοτρόφ
     κλητική ! ἀρκτοτρόφοι ἀρκτοτρόφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀρκτοτρόφω τὼ ἀρκτοτρόφω
      γεν-δοτ τοῖν ἀρκτοτρόφοιν τοῖν ἀρκτοτρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρκτοτρόφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄρκτ(ος) + -ο- + -τρόφος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀρκτοτρόφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία