Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰ̓λεκτωρ-, ᾰ̓λεκτορ-
ονομαστική ἀλέκτωρ οἱ ἀλέκτορες
      γενική τοῦ ἀλέκτορος τῶν ἀλεκτόρων
      δοτική τῷ ἀλέκτορ τοῖς ἀλέκτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀλέκτορ τοὺς ἀλέκτορᾰς
     κλητική ! ἀλέκτορ ἀλέκτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλέκτορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλεκτόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ἀλέκτωρ < θέμα ἀλεκ- (που συναντάμε στο ρήμα ἀλέξω αμύνομαι) + -τωρ, κυριολεκτική πιθανή σημασία «μαχητικός υπερασπιστής» (συγκρίνετε με το κοκορεύομαι), [1]
Ήδη μυκηναικός πληθυντικός 𐀀𐀩𐀐𐀵𐀩 (a-re-ke-to-re, ἀλέκτορες)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀλέκτορας ποντιακά: αλέκτορας και Κρήτη, Πελοπόννησος, αλίκτορας (στην Κύπρο), αλέττορα/αλέστορα/αλέθτορα (κατωιταλικά)

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

ἀλέκτωρ αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ἀλέκτωρ < ἀ- στερητικό + λέκτρον < λέγω

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

ἀλέκτωρ αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία