Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκορεύομαι < κόκορ(ας) + -εύομαι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.koˈɾe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κο‐ρεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

κοκορεύομαι (αποθετικό ρήμα)

  • συμπεριφέρομαι όπως ο κόκορας προβάλλοντας κάποιο στοιχείο μου ώστε να προκαλέσω εντυπώσεις
    ※  Ἄχ! πᾶνε πειὰ ᾑ προξενιαίς! / καὶ τώρα στοὺς γαμπροὺς ᾑ νειαὶς / γελοῦν καὶ κοκορεύονται... (Γεώργιος Σουρής, Η προξενήτρα, 1910)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία