Δείτε επίσης: αγνώμων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀγνωμον-
ονομαστική / ἀγνώμων τὸ ἄγνωμον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγνώμονος τοῦ ἀγνώμονος
      δοτική τῷ/τῇ ἀγνώμον τῷ ἀγνώμον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγνώμον τὸ ἄγνωμον
     κλητική ! ἄγνωμον ἄγνωμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγνώμονες τὰ ἀγνώμον
      γενική τῶν ἀγνωμόνων τῶν ἀγνωμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγνώμοσῐ(ν) τοῖς ἀγνώμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγνώμονᾰς τὰ ἀγνώμον
     κλητική ! ἀγνώμονες ἀγνώμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγνώμονε τὼ ἀγνώμονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀγνωμόνοιν τοῖν ἀγνωμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγνώμων < ἀ- στερητικό + -γνώμων < γνώμ(η) + -ων

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγνώμων, ἀγνώμων, ἄγνωμον, υπερθετικός:  ἀγνωμονέστατος

  1. απερίσκεπτος, ανόητος
  2. ισχυρογνώμων
  3. παράτολμος
  4. αυθάδης
  5. σκληρόκαρδος
  6. που δεν γνωρίζει, που αγνοεί
  7. (για άλογα) που δεν έχει δόντια, απ’ τα οποία να φαίνεται η ηλικία του

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γνώμη

  Πηγές επεξεργασία