ἀγαθοεργός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- ἀγαθοεργός, -ος, -όν
- γενικά ο αγαθοεργός, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
- ο έντιμος
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- * ἀγαθοεργέω
- * ἀγαθοποιός
- * ἀγαθοποιέω