ἀγαθοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀγαθοποιέω < παρασύνθετο του ἀγαθοποιός < ἀγαθός + ποιέω
Ρήμα επεξεργασία
- ἀγαθοποιέω και μετά συναίρεση ἀγαθοποιῶ
- κάνω το καλό, αγαθή πράξη σε κάποιον,
- τυγχάνω αγαθοεργός
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ἀγαθοποιία (= αγαθοεργία)
- συναγαθοποιῶ
Σημειώσεις επεξεργασία
- το ρήμα ἀγαθοποιέω - ἀγαθοποιῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και τον μέλλοντα και πολύ σπάνια στον αόριστο στον τύπο ἀγαθοποίησα, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (6, 18)