Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαθουργός < ἀγαθός + ἔργω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγαθουργός, -ος, -όν
  1. γενικά ο αγαθοεργός, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
  2. ο έντιμος

Συνώνυμα επεξεργασία

* ἀγαθοεργός

Παράγωγα επεξεργασία

* ἀγαθουργέω