Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όπα < επέκταση του οπ < τουρκική hop (εμπρός, πήδα!) ηχομιμητικής λέξης.[1]

  Επιφώνημα επεξεργασία

όπα

  1. επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε θαυμασμό, ειρωνεία, ξάφνιασμα
  2. ως συνοδευτικό κινήσεων σε λαϊκούς χορούς
  3. στο ταχτάρισμα μωρών

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • στα όπα όπα: δείχνει ότι φροντίζουμε υπερβολικά κάποιον

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία