Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωραιολογία οι ωραιολογίες
      γενική της ωραιολογίας των ωραιολογιών
    αιτιατική την ωραιολογία τις ωραιολογίες
     κλητική ωραιολογία ωραιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραιολογία < ωραίος + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωραιολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία