Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραιοποιώ < ωραίος + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ωραιοποιώ

  • παρουσιάζω κάτι ως ωραιότερο, καλύτερο απ'όσο πραγματικά είναι

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία