ψωλαρπάχτρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
- ψωλαρπάχτρας < ψωλαρπάχτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωλαρπάχτρας αρσενικό
- (σπάνιο, χυδαίο, μειωτικό) ομοφυλόφιλος που επιδίδεται σε ερωτικές πράξεις με πολλούς και παράλληλους ερωτικούς συντρόφους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωλαρπάχτρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψωλαρπάχτρας θηλυκό
- γενική ενικού του ψωλαρπάχτρα