ψωλαρπάχτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωλαρπάχτρα θηλυκό (αρσενικό ψωλαρπάχτρας)
- (χυδαίο, μειωτικό) γυναίκα που επιδίδεται σε ερωτικές πράξεις με πολλούς και παράλληλους ερωτικούς συντρόφους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωλαρπάχτρα
|