ψιλοκουβέντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιλοκουβέντα | οι | ψιλοκουβέντες |
γενική | της | ψιλοκουβέντας | — | |
αιτιατική | την | ψιλοκουβέντα | τις | ψιλοκουβέντες |
κλητική | ψιλοκουβέντα | ψιλοκουβέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.lo.kuˈven.da/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιλοκουβέντα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- ψιλοκουβεντιάζω
- → δείτε τις λέξεις ψιλός και κουβέντα