Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλοκουβεντιάζω < ψιλοκουβέντ(α) + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.lo.ku.venˈdʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λο‐κου‐βε‐ντιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλοκουβεντιάζω, αόρ.: ψιλοκουβέντιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία