ψηφοθέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηφοθέτηση | οι | ψηφοθετήσεις |
γενική | της | ψηφοθέτησης* | των | ψηφοθετήσεων |
αιτιατική | την | ψηφοθέτηση | τις | ψηφοθετήσεις |
κλητική | ψηφοθέτηση | ψηφοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψηφοθέτηση θηλυκό
- η διαδικασία και η τεχνική της κατασκευής ψηφιδωτού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψηφίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψηφοθέτηση