ψηφίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηφίδα | οι | ψηφίδες |
γενική | της | ψηφίδας | των | ψηφίδων |
αιτιατική | την | ψηφίδα | τις | ψηφίδες |
κλητική | ψηφίδα | ψηφίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψηφίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφίς (μικρό βότσαλο), από την αιτιατική ενικού «τὴν ψηφίδα», υποκοριστικό για τη λέξη ψῆφος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psiˈfi.ða/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿bziˈfi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψηφίδα θηλυκό
- μικρό κομμάτι πέτρας ή άλλου υλικού που συνδυάζεται μαζί με άλλα για να φτιαχτεί μια εικαστική σύνθεση (ψηφιδωτό)
Συγγενικά επεξεργασία
- → επίσης δείτε στη λέξη: ψήφος
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ψηφίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψηφίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψηφίδα θηλυκό