Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδαπόστολος οι ψευδαπόστολοι
      γενική του ψευδαπόστολου
ψευδαποστόλου
των ψευδαπόστολων
ψευδαποστόλων
    αιτιατική τον ψευδαπόστολο τους ψευδαπόστολους
ψευδαποστόλους
     κλητική ψευδαπόστολε ψευδαπόστολοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδαπόστολος < μεσαιωνική ελληνική ψευδαπόστολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδαπόστολος ψευδ- + ἀπόστολος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδαπόστολος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψευδαπόστολος οἱ ψευδαπόστολοι
      γενική τοῦ ψευδαποστόλου τῶν ψευδαποστόλων
      δοτική τῷ ψευδαποστόλ τοῖς ψευδαποστόλοις
    αιτιατική τὸν ψευδαπόστολον τοὺς ψευδαποστόλους
     κλητική ! ψευδαπόστολε ψευδαπόστολοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδαποστόλω
γεν-δοτ τοῖν  ψευδαποστόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδαπόστολος < ψευδ- + αρχαία ελληνική ἀπόστολος (πρεσβευτής) < ἀπό + στόλος < στέλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδαπόστολος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία