Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρεύω < ψάρι + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psaˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

ψαρεύω

  1. με τη χρήση καλαμιού, διχτυού κλπ., προσπαθώ να πιάσω ψάρια ή άλλα υδρόβια ζώα είτε επαγγελματικά είτε για απόλαυση, αλιεύω
  2. εκμαιεύω από κάποιον τις προθέσεις του, κάποιο μυστικό ή άλλες πληροφορίες

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία