pêcher
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pêcher < peskier < pêche
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pêcher | pêchers |
pêcher (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
pêcher (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη pêche