Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χύτρια οι χύτριες
      γενική της χύτριας των χυτριών
    αιτιατική τη χύτρια τις χύτριες
     κλητική χύτρια χύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύτρια < χύτης + -τρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçι.tɾi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χύτρια θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του χύτης
    ※  Υπερασπιζόμενη το εργοστάσιό της από τους Γερμανούς, χάθηκε στη μάχη η εργάτρια, χύτρια ατσαλιού, η γενναία Ρωσίδα Όλγα Καβαλίοβα. (*, εφημερίδα Ριζοσπάστης, 2013.03.03. πρόσβαση:2019.06.23.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία